- τιτλάρια
- τιτλάρια, τά, a kind ofA writing-tablets, Arr.Epict.3.22.74 (as Dufresne for τιλλάρια, which is glossed γραφεῖα by Sch.; τυλάρια cj. Coraës); cf. Et.Gud.530.42.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τιτλάρια — writing tablets neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτλάρια — και δ. γρφ. τιλλάρια, τὰ, Α [τίτλος] 1. είδος πινακιδίων για γραφή 2. (στον τ. τιλλάρια) καλάμια για γραφή … Dictionary of Greek
τιλλάρια — τὰ, Α (δ. γρφ.) βλ. τιτλάρια … Dictionary of Greek